κοπιάρω

κοπιάρω
μετ.
1) снимать копию; 2) перен. копировать, подражать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κοπιάρω" в других словарях:

  • κοπιάρω — 1. παρασκευάζω πανομοιότυπο ενός κειμένου ή ενός έργου, αντιγράφω 2. μιμούμαι, ακολουθώ κατά γράμμα, αντιγράφω πιστά κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. copier] …   Dictionary of Greek

  • κοπιάρω — κοπιάρισα, κοπιαρίστηκα, κοπιαρισμένος 1. αντιγράφω κείμενο, παίρνω με το μηχάνημα της κόπιας πανομοιότυπο αντίγραφο. 2. μιμούμαι άλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακοπιάριστος — η, ο [κοπιάρω] αυτός που δεν έχει κοπιαριστεί, που δεν έχει αντιγραφεί …   Dictionary of Greek

  • κοπιάρισμα — το [κοπιάρω] 1. η λήψη αντιγράφων ή αντιτύπων από ένα πρωτότυπο κείμενο ή από άλλο αντικείμενο 2. απομίμηση, πιστή αντιγραφή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»